Άρθρα ιστορικού περιεχομένου για τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής (C.S.A. 1861-1865) που δημοσιεύονται στο ιστολόγιό μου Κόκκινος Ουρανός


Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Στις 3 Απριλίου 1865 έπεσε το Ρίτσμοντ. (‘The Night They Drove Old Dixie Down’)


Στις 3 Απριλίου του 1865 το Richmond της Virginia, η πρωτεύουσα της Συνομοσπονδίας (CSA) κατά τη διάρκεια του πολέμου της απόσχισης έπεσε στα χέρια του στρατού της Ένωσης.

Το Richmond και η Ουάσιγκτον, η πρωτεύουσα της Ένωσης χωρίζονταν μεταξύ τους με μια απόσταση λιγότερο από 100 μίλια. Στις αρχές του πολέμου, (που έμεινε γνωστός ως «εμφύλιος») οι Νότιοι κόντεψαν να κατακτήσουν την Ουάσιγκτον, μετά τη νίκη τους στη μάχη του First Bull Run. Αν ο στρατηγός Lee ακολουθούσε τη συμβουλή, τον Ιούνιο του 1863 να οδηγήσει τον στρατό ανατολικά αντί να εμπλακεί με τον Meade στο Gettysburg, η συνομοσπονδία θα μπορούσε να έχει καταλάβει την Ουάσιγκτον και ο ηρωικός πόλεμος της ανεξαρτησίας του Νότου να είχε στεφθεί με επιτυχία.
Τώρα όμως ήρθε το τέλος…



 


Ο ποιητής Carl Sandburg (1878-1967), γράφει: «... λίγο μετά το ξημέρωμα στις 3 Απριλίου, ένα πλήθος από χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά κατέκλυσαν τις πόρτες της αποθήκης. Αντιπροσώπευαν το μέρος του λαού του Richmond που είχε πληγεί περισσότερο από την έλλειψη τροφίμων και των υψηλών τιμών. Πολλοί από αυτούς δεν είχε γευτεί ένα πλήρες, θρεπτικό γεύμα εδώ και μήνες. Πίσω από τις πόρτες της αποθήκης είχαν ακούσει - και άκουσαν σωστά – υπήρχαν βαρέλια με ζαμπόν, μπέικον, ουίσκι, αλεύρι, ζάχαρη, καφέ. Γιατί δεν τα είχαν δώσει στον στρατηγό Lee και στον πεινασμένο στρατό του ήταν μια ερώτηση που κανένας αρμόδιος δεν απάντησε. Η απόγνωση των ανθρώπων τους έκανε να ορμήσουν σαν άγρια ζώα και να σπάσουν τις πόρτες, τις οποίες πλέον δεν  φύλασσαν οπλισμένοι άνδρες.
Αλλά ας πάμε λίγο πίσω.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1864 ο στρατηγός των Βορείων Ουίλλιαμ Σέρμαν μπαίνει σταν Σαβάννα (Georgia), η οποία λεηλατείται. Φεύγει στις 1 Φεβρουαρίου με 60000 άντρες για να προλάβει τον στρατηγό Γκραντ μπροστά στο Ρίτσμοντ. Η Νότια Καρολίνα, το λίκνο της Απόσχισης, βρίσκεται στο δρόμο του και θα γνωρίσει την φρίκη. Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την προέλαση αυτών των λυσσασμένων σκυλιών.

Στις 17 Φεβρουαρίου ο Σέρμαν (που έπασχε από κρίσεις παράνοιας και θεωρείται σήμερα ο πρώτος εγκληματίας πολέμου της Ιστορίας) μπαίνει στην Κολούμπια, την πρωτεύουσα της Ν. Καρολίνας. Το ίδιο βράδυ η πόλη παραδίνεται στις φλόγες. Οι μεθυσμένοι Γιάνκηδες στρατιώτες λεηλατούν τα σπίτια και κακοποιούν τους κατοίκους πριν τραπούν σε φυγή. Μαίνονται αχαλίνωτα τα πιο κτηνώδη ένστικτα, με την ενθάρρυνση της ατιμωρησίας, τον φθόνο και την εκδίκηση.


Ο στρατηγός Λη, μετά από την επανεκλογή του Λίνκολν (Νοέμβριος του 1864), δεν τρέφει πλέον καμία αυταπάτη σχετικά με την εξέλιξη της σύγκρουσης. Ξέρει ότι το παιχνίδι έχει χαθεί. Όπως υπαγορεύει το καθήκον του, δεν ενημερώνει τον πρόεδρο Ντέιβις για αυτή του την άποψη. Για τους άντρες και τους υφισταμένους του παραμένει το σύμβολο της ελπίδας. Το καθήκον του σαν στρατιώτης είναι να πολεμήσει μέχρις εσχάτων και δεν είναι χαρακτήρας που υποχωρεί. Παρόλα αυτά όμως η τελική πτώση είναι πλέον προ των πυλών. Ο χειμώνας μπροστά στο Ρίτσμοντ είναι μια κόλαση. Μετά από την καταστροφή της κοιλάδας του Σεναντόα από τον Σέρινταν εξαντλήθηκαν και οι τελευταίες πηγές εφοδιασμού Η πείνα, η πραγματική πείνα, είναι που οδηγεί στον θάνατο, βασανίζει την πρωτεύουσα και όσους την προστατεύουν. Ο στρατηγός Λη δεν δέχεται διαφορετικές συνθήκες από εκείνες των ανδρών του. Μια μέρα δέχεται στο τραπέζι του έναν προσκεκλημένο. Το μοναδικό κομμάτι κρέας είναι τόσο μικρό που κανείς δεν τολμά να σερβιριστεί. Επιπλέον, ο Λη μοιράζει στους άντρες του τα μάλλινα ρούχα που προέρχονται από τους κατοίκους.


Οι στρατιώτες που έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ, «Οι Άθλιοι», δημιουργούν ένα λογοπαίγνιο αποκαλώντας τους εαυτούς τους ‘Οι Άθλιοι του Λη’. Καταβάλλουν προσπάθειες να γελάσουν με τις συνθήκες τους. «Σε αυτόν τον στρατό, λένε, μια τρύπα στο παντελόνι σημαίνει ότι είσαι λοχαγός, δυο τρύπες ότι είσαι υπολοχαγός και αν δεν υπάρχει ύφασμα σημαίνει ότι ο κάτοχος είναι στρατιώτης».

Στις 6 Φεβρουαρίου 1865 το συνομοσπονδιακό Κογκρέσο αποφασίζει να διορίσει τον στρατηγό Λη αρχιστράτηγο του Νότου. Αυτό το καθυστερημένο μέτρο δεν μπορεί να έχει πρακτικό αποτέλεσμα, γιατί τα στρατεύματα δεν υπάρχουν πλέον.


Τα ξημερώματα της 25 Μαρτίου 1865 οι Νότιοι επιχειρούν να ανοίξουν ένα πέρασμα στις γραμμές των Βορείων, μπροστά στο Ρίτσμοντ. Το πρώτο μέρος της επιχείρησης επιτυγχάνει, αλλά οι άντρες είναι τόσο εξαντλημένοι που πέφτουν στο έδαφος και δεν μπορούν να συνεχίσουν την επίθεση. Ο Λίνκολν και ο Γκραντ θέλουν να τελειώνουν, Το Σάββατο 1 Απριλίου οι Βόρειοι εξαπολύουν επίθεση σε όλο το μήκος της παράταξης. Μπροστά τους δεν υπάρχουν πλέον παρά φαντάσματα. Η πρώτη γραμμή διαλύεται. Την επόμενη μέρα ο Λη ανασχηματίζει το αμυντικό μέτωπο, αλλά η τελική καταστροφή είναι πλέον ζήτημα ωρών. Τηλεγραφεί στο Ρίτσμοντ ώστε η κυβέρνηση να ετοιμαστεί να εκκενώσει την πρωτεύουσα.

Ο πρόεδρος Ντέιβις παρακολουθεί την θεία λειτουργία στην επισκοπική εκκλησία του Αγίου Παύλου όταν του παραδίδεται το μήνυμα του Λη. Σηκώνεται αμέσως από το στασίδι και βγαίνει με αξιοπρέπεια, με απόλυτα ψυχραιμία. Στις 3 ένα ειδικό τραίνο μεταφέρει τα μέλη της κυβέρνησης στο Ντάνβιλ (Danville).


Στην διάρκεια τας νύχτας ο στρατηγός Γιούελ, ο οποίος συνεχίζει να προστατεύει την πόλη, λαμβάνει διαταγές να αποσυρθεί. Το Ρίτσμοντ παραδίνεται στις φλόγες. Οι πρώτοι Βόρειοι μπαίνουν τα ξημερώματα στην μέχρι τότε απαραβίαστη πρωτεύουσα.

Την ίδια στιγμή ο Λη εγκαταλείπει το Πέτερσμπουργκ, αφού καταστρέψει τις αποθήκες πυρομαχικών. Οι ελάχιστοι στρατιώτες που έχουν απομείνει είναι νηστικοί τριάντα έξι ώρες. Ντυμένοι με κουρέλια, με εδώ κι εκεί ένα κομμάτι αιματοβαμμένο ύφασμα να καλύπτει κάποιο μέλος του σώματος, oι στρατιώτες προχωρούν ακόμα. Στις 7 Απριλίου 1865 ο Γκραντ τους στέλνει ένα σημείωμα με το οποίο τους ζητάει να παραδοθούν για να αποφύγουν περαιτέρω ανώφελες πλέον συγκρούσεις.
"The Night They Drove Old Dixie Down"



 Το 1969 το καναδέζικο συγκρότημα The Band ηχογράφησε το γνωστό folk τραγούδι "The Night They Drove Old Dixie Down" (που αργότερα έγινε επιτυχία και από την Joan Baez). Το τραγούδι γράφτηκε από τον Robbie Robertson, ο οποίος το εμπνεύστηκε όταν κάποτε πήγε στο Νότο και άκουγε τους ανθρώπους εκεί να λένε "Well don't worry, the South's gonna rise again". Στην αρχή του φάνηκε αστείο, αλλά καθώς το άκουγε συνέχεια, ένιωσε τον πόνο και την θλίψη για ένα όνειρο που χάθηκε και ένα λαό που με την βία αναγκάστηκε να υποταχθεί στην ‘Ένωση’ που με την σειρά της γέννησε το γνωστό Αμερικάνικο ‘Imperium’... 

Στο τραγούδι μιλάει ένας απλός Νότιος στρατιώτης, ονόματι Virgil Caine που υπηρετούσε στο "τρένο Danville" (η γραμμή Ρίτσμοντ - Danville, ήταν η κύρια γραμμή τροφοδοσίας της πρωτεύουσας του Νότου και συνέδεε τον υπόλοιπο Νότο).

Το τραγούδι αναφέρεται στις συνθήκες του χειμώνα στις αρχές 1865, στις νότιες πολιτείες, ("We were hungry / Just barely alive" - «Ήμασταν πεινασμένοι / ίσα που ζούσαμε") με την συνομοσπονδία να λιμοκτονεί και να είναι στα πρόθυρα της ήττας. Γίνεται αναφορά στην ημερομηνία 10 Μαΐου 1865, ημερομηνία κατά την οποία το Ρίτσμοντ είχε πέσει προ πολλού. Η 10η Μαΐου σηματοδότησε τη σύλληψη του Προέδρου Jefferson Davis και το οριστικό τέλος της συνομοσπονδίας.
«Virgil Caine είναι το όνομά μου, και υπηρέτησα στο τρένο για το Danville,
Μέχρι που το ιππικό του Stoneman ήρθε και έσκισε τις γραμμές και πάλι.
Τον χειμώνα του '65, ήμασταν πεινασμένοι, μόλις που ζούσαμε.
Στις 10 Μαΐου, το Richmond είχε πέσει, είναι κάτι που θυμάμαι τόσο καλά,
Η νύχτα που έριξαν το Old Dixie κάτω, και οι καμπάνες χτυπούσαν,
Η νύχτα που έριξαν το Old Dixie κάτω, και οι άνθρωποι τραγουδούσαν…
Θυμάμαι τότε με τη σύζυγό μου στο Tennessee, όταν μια μέρα με φώναξε,
Βιργίλιε, γρήγορα, έλα να δεις, κοίτα εκεί ο Robert E. Lee!
Δεν με νοιάζει να κόβω ξύλα και δεν με νοιάζει αν τα λεφτά δεν είναι καλά.
Παίρνεις αυτό που χρειάζεσαι και αφήνεις τα υπόλοιπα.
Αλλά δεν θα έπρεπε να σκοτώσουν τους καλύτερους μας.
Σαν το πατέρα μου πριν από μένα θα δουλέψω την γη.
Και σαν τον αδελφό μου στους ουρανούς. που υπερασπίσθηκε τον Νότο.
Ήταν μόλις δέκα οκτώ, περήφανος και γενναίος, αλλά ένας Γιάνκης τον ξάπλωσε στον τάφο του.
Ορκίζομαι στην λάσπη που είναι στα παπούτσια μου
Ότι δεν ανατρέφεις έναν Κέην για να δειλιάσει»...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου